Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαζοφέρνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαζοφέρνω [xazoférno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. χαζόφερνα : (οικ.) για κπ. που είναι κάπως χαζός: Aυτό το παιδί χαζοφέρνει.

[χαζο- + -φέρνω 1]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go