Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυραίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυραίνω [firéno] Ρ7.1α : 1. μειώνομαι σε όγκο ή σε βάρος (ή και στα δύο): Φυραίνει το σιτάρι μετά το άλεσμα. 2. συστέλλομαι, συρρικνώνομαι, μικραίνουν οι διαστάσεις μου: Φύρανε η πόρτα και μπαίνει κρύο. 3. (μτφ.) μειώνεται η πνευματική μου ικανότητα, η αντίληψη ή η κρίση: Γέρασε και φύρανε (το μυαλό του).

[αρχ. φυρ(ῶ) `ανακατεύω αλεύρι και νερό για ζύμωμα΄ (οπότε ελαττώνεται ο όγκος του) μεταπλ. -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες