Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυλλορροώ [filoroó] Ρ10.9α : 1. (για φυτά, δέντρα) ρίχνω τα φύλλα μου, ιδίως το φθινόπωρο. 2. (μτφ.) χάνομαι σιγά σιγά, φθίνω, σβήνω: Οι ελπίδες άρχισαν να φυλλορροούν.
[λόγ. < αρχ. φυλλορροῶ]