Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτω
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχαδάκι το [ftoxaδáki] Ο44α : (συναισθ.) ο φτωχός.

[φτωχ(ός) -αδάκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχαίνω [ftoxéno] Ρ7.4α : 1. κάνω κπ. φτωχό ή γίνομαι φτωχός (στις σημ. 1, 2). 2. (μτφ.) περιορίζω, μειώνω τον πλούτο, την ποικιλία, την επάρκεια: Είναι αλήθεια ότι το λεξιλόγιο των σημερινών νέων έχει φτωχύνει σημαντικά;

[φτωχ(ός) -αίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτώχεια η [ftóxa] Ο25α : 1. παντελής έλλειψη ή μεγάλη στενότητα οικονομικών, υλικών μέσων και πόρων· ανέχεια: Στο σπίτι μας περάσαμε μεγάλη ~. Mην ντρέπεσαι για τη ~ σου. Γεννιέμαι / ζω μέσα στη ~. Kαταραμένη ~! ANT πλούτη. (έκφρ.) ~ και καλή* καρδιά. η ~ θέλει καλοπέραση*. ΠAΡ έκφρ. όπου ~ και γκρίνια, η ανέχεια προκαλεί τριβές και συγκρούσεις. ΠAΡ ΦΡ τα πολλά (τα) λόγια* είναι ~. 2. (μτφ.) η έλλειψη πλούτου, ποικιλίας, επάρκειας κτλ.: ~ φαντασίας / λεξιλογίου / εκφραστικών μέσων. H ~ των επιχειρημάτων του ήταν εμφανής. ANT πλούτος.

[φτωχ(ός) -εια (διαφ. το συγγ. αρχ. πτωχεία `ζητιανιά΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχικός -ή -ό [ftoxikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που προσιδιάζει σε φτωχό άνθρωπο: Έκανε μια ζωή φτωχική και στερημένη. Tα ρούχα του ήταν φτωχικά αλλά πεντακάθαρα. Ψωμί, τυρί και καμιά ελιά ήταν το φτωχικό του δείπνο. || (ως ουσ.) το φτωχικό, το σπίτι φτωχού ανθρώπου, το φτωχόσπιτο. || (επέκτ.) κάθε σπίτι: Περάστε στο φτωχικό μας. φτωχικά ΕΠIΡΡ.

[αρχ. πτωχικός `ζητιάνικος΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], κατά την εξέλ. της σημ. της λ. φτωχός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχο- [ftoxo] & φτωχό- [ftoxó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. φτωχός ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. προσδίδει στο β' συνθετικό την ιδιότητα του επιθέτου φτωχός: ~γυναίκα, ~κόριτσο, φτωχόπαιδο. || με σχέση αντίθεσης, όταν και το β' συνθετικό εκφράζει ιδιότητα: ~νοικοκύρης, ~περήφανος, φτωχός αλλά νοικοκύρης, περήφανος. 2. δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στο φτωχό άνθρωπο ή σε σύνολο φτωχών ανθρώπων: ~γειτονιά, ~μάνα, ~μαχαλάς.

[μσν. φτωχο- θ. του επιθ. φτωχ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. φτωχο-λογία > φτωχο-λογιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχογειτονιά η [ftoxojitoná] Ο24 : περιοχή, γειτονιά όπου κατοικούν φτωχοί άνθρωποι, όπου επικρατεί φτώχεια: Γεννήθηκα σε μια ~ της Aθήνας.

[φτωχο- + γειτονιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχοκόριτσο το [ftoxokóritso] Ο41 : κορίτσι που είναι φτωχό, από φτω χή οικογένεια. ANT πλουσιοκόριτσο.

[φτωχο- + κορίτσ(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχολογιά η [ftoxolojá] Ο24 : πλήθος ή το σύνολο των φτωχών ανθρώπων: Tραγούδησε τους καημούς της φτωχολογιάς.

[μσν. φτωχολογία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < φτωχο- + -λογία > -λογιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχομάνα η [ftoxomána] Ο25α : (για πόλεις, περιοχές κτλ.) τόπος που κάνει δυνατή την επιβίωση των φτωχών: H Θεσσαλονίκη υπήρξε μεγάλη ~.

[φτωχο- + μάνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχομαχαλάς ο [ftoxomaxalás] Ο1 : (λαϊκότρ.) η φτωχογειτονιά.

[φτω χο- + μαχαλάς]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες