Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτερώνω [fteróno] -ομαι Ρ1 : 1. βγάζω, σχηματίζω φτερά. 2. (μτφ.) ενθαρρύνω, ενισχύω το ηθικό κάποιου, του δίνω κουράγιο: Tους φτέρωσε με τα λόγια και με την αισιοδοξία του.
[αρχ. πτερ(ῶ) -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]