Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρενάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρενάρω [frenáro] -ομαι Ρ6 : 1. ενεργοποιώ το μηχανισμό του φρένου, επιβραδύνω ή σταματώ μια κίνηση, ελαττώνω ή μηδενίζω μια ταχύτητα: Προσπάθησε να φρενάρει αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το αυτοκίνητο. Mη φρενάρεις απότομα τους τροχούς, γιατί μπλοκάρουν. Tα αερο πλάνα εκτός από τα φρένα των τροχών χρησιμοποιούν και τον αέρα για να φρενάρουν. 2. (μτφ.) επιβραδύνω ή σταματάω την εξέλιξη, το προχώρημα μιας διαδικασίας, μιας κατάστασης: Οι συντηρητικές ιδέες φρενάρουν την πρόοδο. H έλλειψη προγραμματισμού φρενάρει την ανάπτυξη.

[ιταλ. frenar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες