Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρεζάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρεζάρω [frezáro] -ομαι Ρ6 : κατεργάζομαι ξύλο ή μέταλλο με φρέζα.

[ιταλ. fresar(e) < γαλλ. fraiser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες