Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουσκαλιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουσκαλιάζω [fuskalázo] Ρ2.1α μππ. φουσκαλιασμένος : εμφανίζω, γεμίζω φουσκάλες: Tο δέρμα του φουσκαλιάζει από την αλλεργία. Φουσκαλιασμένα χέρια / πόδια.

[φουσκάλ(α) -ιάζω (πρβ. μσν. φουσκαλίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες