Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουρτουνιάζω [furtu
ázo] Ρ2.1α μππ. φουρτουνιασμένος : 1. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) (για θάλασσα) αρχίζω να γίνομαι τρικυμιώδης, με μεγάλα κύματα και με δυνατό αέρα: Φουρτούνιασε η θάλασσα. 2. (μτφ.) ταράζομαι, εξαγριώνομαι: Tο πρόσωπό του ήταν φουρτουνιασμένο. || ταράζω, εξαγριώνω κπ.: Tι του είπες και τον φουρτούνιασες; [φουρτούν(α) -ιάζω]