Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φοδράρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φοδράρω [foδráro] -ομαι & φοδρέρνω [foδrérno] -ομαι Ρ6 & φοδραρίζω [foδrarízo] -ομαι Ρ2.1 : καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια, ιδίως ρούχων, με φόδρα: ~ τη ζακέτα / τη φούστα / το σακάκι. Kαπέλο / πορτοφόλι φοδραρισμένο.

[βεν. fodrar -ω· φοδρ(άρω) μεταπλ. -έρνω· φοδράρ(ω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. φοδραρισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες