Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλιπάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φλιπάρω [flipáro] Ρ6α μππ. φλιπαρισμένος : (προφ., λαϊκ.) τρελαίνομαι· σαλτάρω: Έχεις φλιπάρει τελείως;

[αγγλ. flip (out) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες