Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιτιλιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιτιλιάζω [fitilázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) ερεθίζω κπ. με λόγια ή με ενέργειες, τον κάνω να θυμώσει, να οργιστεί, συνήθ. εναντίον τρίτων.

[φιτίλ(ι) 1 -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες