Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φισκάρω [fiskáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) γεμίζω υπερβολικά ένα χώρο, έτσι που να μη χωράει τίποτε άλλο· καργάρω: Tο λεωφορείο / το μαγαζί είναι φισκα ρισμένο (από κόσμο). || είμαι υπερβολικά γεμάτος από κτ.
[φίσκ(α) -άρω]