Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιμώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιμώνω [fimóno] -ομαι Ρ1 : 1. (για ζώο) βάζω φίμωτρο, κλείνω με φίμωτρο το στόμα. 2. (για άνθρ.) κλείνω, φράζω το στόμα κάποιου για να τον εμποδίσω να μιλήσει ή να φωνάξει: Οι ληστές έδεσαν και φίμωσαν τους υπαλλήλους της Tράπεζας. 3. (μτφ.) περιορίζω, καταργώ την ελευθερία του λόγου, της έκφρασης, (και ιδ.) του αντίλογου, της κριτικής: Mε την επιβολή αυστηρής λογοκρισίας φιμώθηκε ο τύπος.

[λόγ. < αρχ. φιμ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες