Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλοτιμώ [filotimó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : (σπανιότ.) χειρίζομαι κπ. έτσι, ώστε να διεγείρω, να ενεργοποιήσω το φιλότιμό του. || (συνήθ. παθ.) επιδεικνύω ζήλο και προθυμία ή παρακινούμαι από το φιλότιμο να κάνω κτ.: Δε φιλοτιμήθηκε κανείς να με βοηθήσει, ενώ έβλεπαν πως είχα ανάγκη.
[ενεργ. < αρχ. φιλοτιμοῦμαι `αγαπώ τις τιμές, φιλοδοξώ΄]