Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλοτεχνώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοτεχνώ [filotexnó] -ούμαι Ρ10.9 : κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κτ. με επιμέλεια, με ζήλο και μαστοριά και με προθέσεις κυρίως αισθητικές, καλλιτεχνικές: Tο έργο είναι φιλοτεχνημένο από γνωστό γλύπτη.

[λόγ. < αρχ. φιλοτεχνῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες