Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιγουράρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιγουράρω [fiγuráro] Ρ6α : (οικ.) προβάλλομαι εντυπωσιακά, φαντάζω, κατέχω εντυπωσιακή, περίβλεπτη θέση: Tο όνομά του φιγουράρει αυτό τον καιρό στις εφημερίδες. Φιγουράρει μεταξύ των μεγαλύτερων ηθοποιών / αθλητών / απατεώνων.

[ιταλ. figurar(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες