Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιγουράρω [fiγuráro] Ρ6α : (οικ.) προβάλλομαι εντυπωσιακά, φαντάζω, κατέχω εντυπωσιακή, περίβλεπτη θέση: Tο όνομά του φιγουράρει αυτό τον καιρό στις εφημερίδες. Φιγουράρει μεταξύ των μεγαλύτερων ηθοποιών / αθλητών / απατεώνων.
[ιταλ. figurar(e) -ω]