Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φημολογούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φημολογούμαι [fimoloγúme] Ρ10.9β : (στο γ' πρόσ.) υπάρχουν, κυκλοφορούν φήμες, διαδόσεις για κπ. ή για κτ.: Φημολογείται ότι θα επισπευσθούν οι εκλογές. Φημολογούνται σημαντικές εξελίξεις.

[λόγ. φήμ(η) -ο- + -λογούμαι, παθ. του -λογώ απόδ. αγγλ. it is rumoured]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες