Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φευγατίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φευγατίζω [fevγatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) φυγαδεύω.

[φευγάτ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες