Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φειδωλεύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φειδωλεύομαι [fiδolévome] Ρ5.1β : διστάζω, λυπάμαι, δυσκολεύομαι να ξοδέψω, να διαθέσω, να δώσω κτ.· τσιγκουνεύομαι.

[λόγ. φειδωλ(ός) -εύω, -ομαι κατά το τσιγκουνεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες