Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαφουτιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαφουτιάζω [fafutxázo] Ρ2.1α & φαφουτιαίνω [fafutxéno] Ρ7.2α μππ. φαφουτιασμένος : χάνω τα δόντια μου, γίνομαι φαφούτης: Γέρασε πια ο καημένος και φαφούτιασε.

[φαφούτ(ης) -ιάζω, -ιαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες