Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φασκιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασκιά η [faská] Ο24 : πλατιά λωρίδα υφάσματος με την οποία τύλιγαν τα βρέφη: Είναι μωρό στις φασκιές ακόμα.

[ελνστ. φασκία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. fasc(ia) ( [fá-] ) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go