Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασκελώνω [faskelóno] -ομαι Ρ1 : μουντζώνω: Tον φασκέλωσα και με τα δυο μου χέρια.
[μσν. σφακελώνω < σφάκελ(ος) -ώνω με μετάθ. του [s] κατά το σφάκελος > φάσκελο]