Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φακελώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φακελώνω [fakelóno] -ομαι Ρ1 : (για υπηρεσίες και κυρίως για την αστυνομία και την Aσφάλεια) συγκεντρώνω στοιχεία, πληροφορίες που αφορούν την πολιτική ιδίως δραστηριότητα των πολιτών, για να τα χρησιμοποιήσω σε βάρος τους: H ασφάλεια επί δικτατορίας είχε φακελώσει χιλιάδες πολίτες.

[λόγ. < μσν. φακελ(ώ) -ώνω κατά τη σημ. του φάκελος3]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες