Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσουγκρανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουγκρανίζω [tsugranízo] Ρ2.1α : σκαλίζω με τσουγκράνα.

[μσν. τσουγκρ(ι)ανίζω < γρατσουνίζω(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες