Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσοντάρω [tsondáro] -ομαι & τσοντέρνω [tsondérno] -ομαι Ρ6 : συμπληρώνω κτ. με τσόντα: α. ύφασμα ή άλλο υλικό: Θα ~ το σεντόνι για να μακρύνει / φαρδύνει, θα το ματίσω. β. (οικ.) χρηματικό ποσό: Δουλεύει και το απόγευμα για να τσοντάρει το μισθό. Θα ~ και εγώ για να το αγοράσεις το ποδήλατο.
[βεν. zontar -ω· τσοντ(άρω) μεταπλ. -έρνω]