Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπολογώ [tsimboloγó] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) 1. τρώω πρόχειρα, πολλές φορές και από λίγο: Όλο το πρωί τσιμπολογάει στην κουζίνα και το μεσημέρι δεν κάθεται στο τραπέζι να φάει. Tσιμπολογώντας τα τελειώσαμε τα μεζεδάκια. 2. (μτφ.) αποσπώ επανειλημμένα ή συστηματικά μικροποσά ή μικροπράγματα: Tσιμπολογάει ταχτικά χαρτζιλίκι από τον πατέρα του.
[τσιμπ(ώ) -ο- + -λογώ]