Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιμπλιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμπλιάζω [tsimblázo] Ρ2.1α μππ. τσιμπλιασμένος : γεμίζω τσίμπλες: Tσιμπλιάζουν τα μάτια του. Έχει κόκκινα και τσιμπλιασμένα μάτια.

[μσν. τσιμπλιάζω ίσως < ελνστ. σιπαλ(ός) `βρόμικος΄ -ιάζω > *σιπαλ-ιάζω > *τσιπαλιάζω (ισχυροπ. της άρθρ. [si > tsi] ) > *τσιπλιάζω (συγκ. του [a] ) > τσιμπλιάζω (αφομ. ηχηρ. [pl > bl] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go