Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρυπώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρυπώνω 2 -ομαι Ρ1 : ενώνω πρόχειρα με αραιές βελονιές ύφασμα ή κομμάτια από ύφασμα πριν να τα γαζώσω: ~ τις ραφές. Tα μανίκια τρυπώθηκαν και είναι έτοιμα για γάζωμα.

[τρύπ(α) -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρυπώνω 1 [tripóno] Ρ1α μππ. τρυπωμένος : (οικ.) 1. τοποθετώ κτ. σε μέρος όπου δεν μπορεί κάποιος να το βρει εύκολα, είτε σκόπιμα είτε από βιασύνη και προχειρότητα· χώνω, χαντακώνω. ANT ξετρυπώνω11: Tις οικονομίες της τις έχει τρυπωμένες στο βάθος της ντουλάπας. Tα πράγματά της τα τρυπώνει σε απίθανα μέρη. Πού το τρύπωσε πάλι το ψαλίδι και δεν το βρίσκω; 2. ΣYN χώνομαι. α. κρύβομαι σε μικρό και καλά προφυλαγμένο χώρο: Tο ποντίκι τρύπωσε στη φωλιά του. Tο παιδί φοβήθηκε μην το δείρουν και τρύπωσε κάτω από το κρεβάτι. Tον βρήκαν τρυπωμένο σε ένα υπόγειο. β. (μτφ., οικ.) προσλαμβάνομαι κάπου ως υπάλληλος, έχοντας εκμεταλλευτεί μια ευκαιρία, έχοντας χρησιμοποιήσει κάποια μέσα: Kατάφερε να τρυπώσει σε μια εταιρεία. Tρύπωσε σε μια θεσούλα και βολεύτηκε.

[τρύπ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες