Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριχωτός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριχωτός -ή -ό [trixotós] Ε1 : που έχει πυκνές τρίχες· μαλλιαρός: Έχει τριχωτό στήθος. Xέρια / πόδια τριχωτά. Άντρας ~. Γυναίκα τριχωτή. || (ως ουσ.) το τριχωτό, τμήμα του δέρματος όπου φυτρώνουν τρίχες: Tο τριχωτό της κεφαλής.

[αρχ. τριχωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go