Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριτεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριτεύω [tritévo] Ρ5.1α (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : που βρίσκεται αξιολογικά στην τρίτη θέση, που είναι πολύ μικρής σημασίας: Tο χρηματικό είναι ένα ζήτημα που γι΄ αυτόν τριτεύει. ANT πρωτεύει.

[λόγ. τριτεύ(ων) -ω (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. τριτεύω `ιερουργώ σε θυσία τριών ζώων΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριτεύων -ουσα -ον [tritévon] Ε12 : που είναι πολύ ασήμαντος. ANT πρωτεύων: Παίζει έναν τριτεύοντα ρόλο στην υπόθεση. H θέση του μέσα στο κόμμα είναι τριτεύουσα.

[λόγ. τρίτ(ος) -εύων κατά το δευτερεύων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες