Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριπλάρω [tripláro] -ομαι & ντριπλάρω [dripláro] -ομαι Ρ6 : (κυρ. στο ποδ.) με κινήσεις και ελιγμούς εξουδετερώνω την αντίσταση παίκτη αντίπαλης ομάδας.
[τρίπλ(α), ντρίπλ(α) -άρω]