Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριβελίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριβελίζω [trivelízo] Ρ2.1α : 1. (παρωχ.) τρυπώ με τρυπάνι. 2. (μτφ.) α. για συνεχείς ενοχλητικούς θορύβους ή συζητήσεις: Οι νεαροί με τις μοτοσικλέτες μάς τριβελίζουν τα αυτιά όλη τη νύχτα. Tο παλιόπαιδο έχει μια ώρα που με τριβελίζει για να του δώσω λεφτά. β. για κτ. δυσάρεστο που με απασχολεί και με βασανίζει: Mαύρες σκέψεις τού τριβέλιζαν το νου / το μυαλό.

[τριβέλ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες