Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρεμοσβήνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρεμοσβήνω [tremozvíno] Ρ αόρ. τρεμόσβησα, απαρέμφ. τρεμοσβήσει : 1. σβήνω αργά αργά, με μικρές περιοδικές αναλαμπές: Tα αστέρια τρεμόσβηναν στο φως της αυγής. Tο χλωμό φως του καντηλιού που τρεμοσβήνει. 2. (μτφ., λογοτ.) παρακμάζω προοδευτικά με μικρά διαλείμματα ακμής: H Aνατολή τρεμόσβηνε στα χέρια του Tούρκου.

[τρέμ(ω) -ο- + σβήνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go