Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραπεζώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραπεζώνω [trapezóno] -ομαι Ρ1 : κάνω σε κπ. τραπέζι, παραθέτω σε κπ. γεύμα ή δείπνο, κυρίως όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι αυτό γίνεται αναγκαστικά και προκαλεί κόπο: Tραπεζώνει τους προϊσταμένους του για να πετύχει την προαγωγή του. Kουράστηκε πολύ με τους μουσαφίρηδες, να τους τραπεζώνει τόσες μέρες.

[τραπέζ(ι) -ώνω (διαφ. το ελνστ. τραπεζῶ `κάνω προσφορά σε θεό΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες