Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραβολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραβολογώ [travoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (οικ.) τραβώ κπ. ή κτ. επανει λημμένα και με τρόπο ενοχλητικό: Άφησέ με, μη με τραβολογάς! Mην τραβολογάς την μπλούζα σου. || Tραβολογιέται μήνες στους γιατρούς. Tραβολογιέται χρόνια μ΄ αυτήν, έχει ερωτικές σχέσεις.

[τραβ(ώ) -ο- + -λογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες