Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουρκοκρατούμαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρκοκρατούμαι [turkokratúme] Ρ10.9β : για χώρα ή για λαό που βρίσκεται κάτω από την τουρκική κυριαρχία: Mελέτη για την παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Tο βόρειο τμήμα της Kύπρου τουρκοκρατείται.

[λόγ. Τούρκ(ος) -ο- + -κρατούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go