Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουαλεταρίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουαλεταρίζομαι [tualetarízome] Ρ2.1β : (οικ.) α. φορώ τα καλά μου, δηλαδή ρούχα καινούρια και κατάλληλα για επίσημες περιστάσεις: Σε γάμο θα πας και μας ήρθες τουαλεταρισμένος; β. κάνω με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια την ατομική μου καθαριότητα και περιποίηση: Tο πρωί κάνει μία ώρα για να τουαλεταριστεί.

[τουαλέτ(α) -αρίζω, -ομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go