Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τορπιλίζω [torpilízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. χτυπώ και ανατινάζω με τορπίλη: Οι σύμμαχοι τορπίλισαν εχθρικά υποβρύχια. Aπό άγνωστο υποβρύχιο τορπιλίστηκαν πολεμικά πλοία. 2. (μτφ.) με ύπουλες ενέργειες εμποδίζω να πραγματοποιηθεί κτ.: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τορπίλισαν κάθε δημιουργική του προσπάθεια. Tορπιλίζονται τα σχέδια για την ειρήνη.
[λόγ. τορπίλ(η) -ίζω]