Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τορνεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τορνεύω [tornévo] -ομαι Ρ5.1 : κατεργάζομαι κτ. στον τόρνο.

[λόγ. < αρχ. τορνεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες