Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τορναδόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τορναδόρος ο [tornaδóros] Ο18 : τεχνίτης, ξυλουργός ή σιδηρουργός, που δουλεύει στον τόρνο.

[τόρν(ος) -αδόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go