Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τιμολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμολογώ [timoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω τιμολόγηση: Εμπορεύματα που δεν τα έχουν ακόμη τιμολογήσει / που δεν είναι ακόμη τιμολογημένα.

[λόγ. τιμο(λόγιον) -λογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go