Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τζαζεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζαζεύω [dzazévo] Ρ5.2α : (λαϊκ.) συμπεριφέρομαι με τρόπο εντελώς ιδιόμορφο και απρόβλεπτο, διαφορετικό από τα παραδεκτά κοινωνικά πρότυπα: Tζάζεψες τώρα και λες τέτοιες χαζομάρες;

[επίθ. τζαζ -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go