Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζαζεύω [dzazévo] Ρ5.2α : (λαϊκ.) συμπεριφέρομαι με τρόπο εντελώς ιδιόμορφο και απρόβλεπτο, διαφορετικό από τα παραδεκτά κοινωνικά πρότυπα: Tζάζεψες τώρα και λες τέτοιες χαζομάρες;
[επίθ. τζαζ -εύω]