Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεχνολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεχνολογώ [texnoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω γραμματική ανάλυση μιας λέξης: Nα τεχνολογηθούν οι λέξεις του κειμένου.

[λόγ. < αρχ. τεχνολογῶ `ορίζω κανόνες τέχνης΄ κατά τη σημ. της λ. τεχνολογία 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες