Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τεκνοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεκνοποιώ [teknopió] Ρ10.9α : (λόγ.) γεννώ, αποκτώ παιδιά.

[λόγ. < αρχ. τεκνοποιῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go