Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τεζάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεζάρω [tezáro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) τεντώνω κτ. πολύ, το κάνω τέζα· τσιτώνω: ~ το σκοινί. Tο πετσί είναι τεζαρισμένο επάνω στο τύμπανο. ΦΡ τα τέζαρε, πέθαινε ξαφνικά· ΣYN ΦΡ τα τίναξε / τα κακάρωσε.

[ιταλ. tesar(e) `τεντώνω (πανιά)΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go