Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταξιθετώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταξιθετώ [taksiθetó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω ταξιθέτηση.

[λόγ. τάξι(ς) + -θετώ απόδ. γαλλ. classifier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες