Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμπουρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμπουρώνω [taburóno] -ομαι Ρ1 : ΣYN οχυρώνω. 1. (λαϊκότρ.) α. ενισχύω κτ. για να γίνει απρόσβλητο από εχθρική επίθεση: Tαμπούρωσαν τις πύλες του κάστρου. Tαμπουρώστε πόρτες και παράθυρα. β. (παθ.) προφυλάγομαι, κρύβομαι πίσω από ταμπούρι: Tαμπουρώθηκαν στο κάστρο / μέσα στα σπίτια τους. Tαμπουρωμένοι περίμεναν την επίθεση. 2. (μτφ.) α. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να δικαιολογήσω κτ. χρησιμοποιώ ντας ως στήριγμα κάποια τυπικά προσχήματα και αποφεύγοντας επίμο να να αναγνωρίσω την ουσία: Tαμπουρώθηκε πίσω από μια αμφισβητού μενη ερμηνεία του νόμου. β. απομονώνομαι, κυρίως ψυχικά, από το περιβάλλον μου: Tαμπουρώθηκε στον εαυτό του / στο σπίτι του και δε θέλει να μιλήσει με κανένα, κλείστηκε·.

[ταμπούρ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες