Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τίκτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τίκτω [tíkto] -ομαι Ρ αόρ. γ' πρόσ. έτεκε : (λόγ.) γεννώ: H Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει. Ο άνδρας γεννά και η γυναίκα τίκτει, για να τονιστεί και να διαχωριστεί ο διαφορετικός ρόλος των δύο φύλων στη διαδικασία της γέννησης. (έκφρ.) τι τέξεται η επιούσα*; || (παρωχ.): H κ. Παπακωνσταντίνου, σύζυγος Nικολάου, έτεκε άρρεν.

[λόγ. < αρχ. τίκτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go