Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τήκω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τήκω [tíko] -ομαι Ρ3 (συνήθ. στον παθ. ενεστ., στο γ' πρόσ.) : (φυσ.) για στερεό σώμα που, όταν θερμαίνεται, γίνεται υγρό, λιώνει: Ο πάγος τήκεται στους 0Φ. Tα μέταλλα τήκονται σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες.

[λόγ. < αρχ. τήκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες