Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τήκω [tíko] -ομαι Ρ3 (συνήθ. στον παθ. ενεστ., στο γ' πρόσ.) : (φυσ.) για στερεό σώμα που, όταν θερμαίνεται, γίνεται υγρό, λιώνει: Ο πάγος τήκεται στους 0Φ. Tα μέταλλα τήκονται σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες.
[λόγ. < αρχ. τήκω]